- σκουληκοβότανο
- τοείδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουληκοβότανο — το, Ν βοτ. κάθε φυτό που χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + βότανο] … Dictionary of Greek